ξετρελαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξετρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξετρελαίνω
Ρήμα
επεξεργασίαξετρελαίνομαι
- μου αρέσει κάτι πάρα πολύ
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξετρελαίνομαι | ξετρελαινόμουν(α) | θα ξετρελαίνομαι | να ξετρελαίνομαι | ||
β' ενικ. | ξετρελαίνεσαι | ξετρελαινόσουν(α) | θα ξετρελαίνεσαι | να ξετρελαίνεσαι | (ξετρελαίνου) | |
γ' ενικ. | ξετρελαίνεται | ξετρελαινόταν(ε) | θα ξετρελαίνεται | να ξετρελαίνεται | ||
α' πληθ. | ξετρελαινόμαστε | ξετρελαινόμαστε ξετρελαινόμασταν |
θα ξετρελαινόμαστε | να ξετρελαινόμαστε | ||
β' πληθ. | ξετρελαίνεστε | ξετρελαινόσαστε ξετρελαινόσασταν |
θα ξετρελαίνεστε | να ξετρελαίνεστε | (ξετρελαίνεστε) | |
γ' πληθ. | ξετρελαίνονται | ξετρελαίνονταν ξετρελαινόντουσαν |
θα ξετρελαίνονται | να ξετρελαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξετρελάθηκα | θα ξετρελαθώ | να ξετρελαθώ | ξετρελαθεί | ||
β' ενικ. | ξετρελάθηκες | θα ξετρελαθείς | να ξετρελαθείς | |||
γ' ενικ. | ξετρελάθηκε | θα ξετρελαθεί | να ξετρελαθεί | |||
α' πληθ. | ξετρελαθήκαμε | θα ξετρελαθούμε | να ξετρελαθούμε | |||
β' πληθ. | ξετρελαθήκατε | θα ξετρελαθείτε | να ξετρελαθείτε | ξετρελαθείτε | ||
γ' πληθ. | ξετρελάθηκαν ξετρελαθήκαν(ε) |
θα ξετρελαθούν(ε) | να ξετρελαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ξετρελαθεί | είχα ξετρελαθεί | θα έχω ξετρελαθεί | να έχω ξετρελαθεί | ξετρελαμένος | |
β' ενικ. | έχεις ξετρελαθεί | είχες ξετρελαθεί | θα έχεις ξετρελαθεί | να έχεις ξετρελαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ξετρελαθεί | είχε ξετρελαθεί | θα έχει ξετρελαθεί | να έχει ξετρελαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ξετρελαθεί | είχαμε ξετρελαθεί | θα έχουμε ξετρελαθεί | να έχουμε ξετρελαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ξετρελαθεί | είχατε ξετρελαθεί | θα έχετε ξετρελαθεί | να έχετε ξετρελαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ξετρελαθεί | είχαν ξετρελαθεί | θα έχουν ξετρελαθεί | να έχουν ξετρελαθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ξετρελαίνομαι
|