Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξετρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξετρελαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξετρελαίνομαι

  • μου αρέσει κάτι πάρα πολύ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία