Ετυμολογία

επεξεργασία
ξετρελαίνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ξετρελαίνω

ξετρελαίνομαι

  • μου αρέσει κάτι πάρα πολύ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία