Ετυμολογία

επεξεργασία
ξενοψωμίτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ξενοψωμίτης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ψωμί