Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ξεκούμπωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξεκουμπώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξεκουμπώνω