Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξεκούμπωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξεκούμπωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ξεκουμπώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ξεκουμπώνω