Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ξεκλήρισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξεκληρίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξεκληρίζω