ξεγιβεντίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεγιβεντίζω <ξε- (επιτατικό) + γιβεντίζω (< μεσαιωνική ελληνική γιβεντίζω)
Ρήμα
επεξεργασίαξεγιβεντίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ξεγιβέντηση
- ξεγιβέντισμα
- ξεγιβεντισμένος
- → και δείτε τις λέξεις γιβέντο και γιβεντίζω
Πηγές
επεξεργασία- Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.558