Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξαράχνιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξαράχνιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ξαραχνιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ξαραχνιάζω