Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναρχίζω < ξανά + αρχίζω

ξαναρχίζω

  1. αρχίζω από την αρχή
    δεν καταλαβαίνω τι μου λες, μπορείς να ξαναρχίσεις;
  2. συνεχίζω μετά από διακοπή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία