ξαναρχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξαναρχίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξαναρχίζω | ξανάρχιζα | θα ξαναρχίζω | να ξαναρχίζω | ξαναρχίζοντας | |
β' ενικ. | ξαναρχίζεις | ξανάρχιζες | θα ξαναρχίζεις | να ξαναρχίζεις | ξανάρχιζε | |
γ' ενικ. | ξαναρχίζει | ξανάρχιζε | θα ξαναρχίζει | να ξαναρχίζει | ||
α' πληθ. | ξαναρχίζουμε | ξαναρχίζαμε | θα ξαναρχίζουμε | να ξαναρχίζουμε | ||
β' πληθ. | ξαναρχίζετε | ξαναρχίζατε | θα ξαναρχίζετε | να ξαναρχίζετε | ξαναρχίζετε | |
γ' πληθ. | ξαναρχίζουν(ε) | ξανάρχιζαν ξαναρχίζαν(ε) |
θα ξαναρχίζουν(ε) | να ξαναρχίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανάρχισα | θα ξαναρχίσω | να ξαναρχίσω | ξαναρχίσει | ||
β' ενικ. | ξανάρχισες | θα ξαναρχίσεις | να ξαναρχίσεις | ξανάρχισε | ||
γ' ενικ. | ξανάρχισε | θα ξαναρχίσει | να ξαναρχίσει | |||
α' πληθ. | ξαναρχίσαμε | θα ξαναρχίσουμε | να ξαναρχίσουμε | |||
β' πληθ. | ξαναρχίσατε | θα ξαναρχίσετε | να ξαναρχίσετε | ξαναρχίστε | ||
γ' πληθ. | ξανάρχισαν ξαναρχίσαν(ε) |
θα ξαναρχίσουν(ε) | να ξαναρχίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξαναρχίσει | είχα ξαναρχίσει | θα έχω ξαναρχίσει | να έχω ξαναρχίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξαναρχίσει | είχες ξαναρχίσει | θα έχεις ξαναρχίσει | να έχεις ξαναρχίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξαναρχίσει | είχε ξαναρχίσει | θα έχει ξαναρχίσει | να έχει ξαναρχίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξαναρχίσει | είχαμε ξαναρχίσει | θα έχουμε ξαναρχίσει | να έχουμε ξαναρχίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξαναρχίσει | είχατε ξαναρχίσει | θα έχετε ξαναρχίσει | να έχετε ξαναρχίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξαναρχίσει | είχαν ξαναρχίσει | θα έχουν ξαναρχίσει | να έχουν ξαναρχίσει |
|