Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξαναπιάνω < ξανά + πιάνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξαναπιάνω

  1. πιάνω ξανά
    ξαναπιάσε το και πες μου αν αισθάνεσαι κάποια διαφορά
  2. ασχολούμαι και πάλι με μια παλιά ασχολία
    ξανάπιασε την κιθάρα μετά από είκοσι χρόνια!

  Μεταφράσεις επεξεργασία