Ετυμολογία

επεξεργασία
ξαναλέγω < ξανά + λέγω

ξαναλέγω, ξαναλέω

άνοιξε τ' αυτιά σου και μη με αναγκάσεις να σου το ξαναπώ

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τα ξαναλέμε: θα συνεχίσουμε τη συζήτηση μια άλλη φορά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία