Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξέρασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξερνάω, ξερνώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξερνάω, ξερνώ
    άλλες μορφές: ξέρνα