Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξέρασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξέρασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ξερνάω, ξερνώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ξερνάω, ξερνώ
άλλες μορφές:
ξέρνα