ξέρανε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαξέρανε
- γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξεραίνω
- β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξεραίνω
- γ' πληθυντικό παρατατικού του ρήματος ξέρω, εναλλακτικός τύπος του ξέραν, ήξεραν