Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ξέρανε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ξεραίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ξεραίνω
  3. γ' πληθυντικό παρατατικού του ρήματος ξέρω, εναλλακτικός τύπος του ξέραν, ήξεραν