Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξάφνιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ξάφνιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ξαφνιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ξαφνιάζω