νυκτά έγχορδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίανυκτά έγχορδα ουδέτερο πληθυντικός (ενικός: νυκτό έγχορδο)
- (μουσικό όργανο) τα έγχορδα μουσικά όργανα στα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη (τσίμπημα) των χορδών του που γίνεται είτε με τα δάχτυλα είτε με πένα
- η κιθάρα και η άρπα είναι νυκτά έγχορδα όργανα
Μεταφράσεις
επεξεργασία νυκτά έγχορδα