Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ντότζο

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντότζο < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 道場 (dōjō) (道=δρόμος, 場=περιοχή)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντότζο ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία