ντόρτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντόρτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική dört
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντόρτι ουδέτερο
- το τεσσάρι στο ζάρι
- για μας τα ντόρτια κι οι διπλές και γι' άλλους οι εξάρες (λαϊκό τραγούδι)
ντόρτι ουδέτερο