ντεσού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντεσού < (άμεσο δάνειο) γαλλική dessous
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεσού ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο
- ό,τι δεν γίνεται φανερό σε μια υπόθεση και είναι άγνωστο τους πολλούς
- Τα ξέρω εγώ όλα τα ντεσού της υπόθεσης! Αν μιλήσω στους δημοσιογράφους θα βγουν όλα τα άπλυτα στη φόρα.