ντερμιτζής
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντερμιτζής < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική دمیرجی (demirci, σιδεράς)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντερμιτζής αρσενικό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ντερμιτζάκι
- ντερμιτζίδικο
- και επώνυμα:
- → δείτε περισσότερες παραλλαγές επωνύμων στο λήμμα Δεμιρτζής
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014, σελ.231.
- Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.547