Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεμακιγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική démaquillage[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεμακιγιάζ ουδέτερο άκλιτο

οι κανόνες του ντεμακιγιάζ
η τέχνη του ντεμακιγιάζ
λοσιόν για ντεμακιγιάζ

  Μεταφράσεις επεξεργασία