ντεμακιγιάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεμακιγιάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική démaquillage[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεμακιγιάζ ουδέτερο άκλιτο
- οι κανόνες του ντεμακιγιάζ
- η τέχνη του ντεμακιγιάζ
- λοσιόν για ντεμακιγιάζ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεμακιγιάζ
- ↑ ντεμακιγιάζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας