ντεκολορασιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντεκολορασιόν < γαλλική décoloration
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεκολορασιόν θηλυκό άκλιτο
- ο αποχρωματισμός (των μαλλιών, συνήθως το ξάνθισμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντεκολορασιόν
ντεκολορασιόν θηλυκό άκλιτο