décoloration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.kɔ.lɔ.ʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
décoloration | décolorations |
décoloration (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
décoloration | décolorations |
décoloration (fr) θηλυκό