Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.kɔ.lɔ.ʁa.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
décoloration décolorations

décoloration (fr) θηλυκό