ντεκοβίλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντεκοβίλ < (λόγιο δάνειο) γαλλική decauville < Paul Decauville
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντεκοβίλ ουδέτερο άκλιτο
- (μέσο μεταφορών) τύπος σιδηροδρόμου με φορητά στοιχεία, λυόμενου, μεταφερόμενου και επανασυναρμολογούμενου που χρησιμοποιείται σε ορυχεία, βιομηχανίες κ.λπ.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ντεκοβίλ
Πηγές επεξεργασία
- decauville στο γαλλικό Βικιλεξικό