Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεζαβού < (λόγιο δάνειο) γαλλική déjà-vu

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντεζαβού ουδέτερο, άκλιτο