Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντεγκραντέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική dégradé[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
δύο φωτογραφίες με ντεγκραντέ όπου τα μπλε βελάκια δείχνουν τη διεύθυνση του ντεγκραντέ

ντεγκραντέ ουδέτερο άκλιτο

  • σταδιακή, βαθμιαία αλλαγή από ένα χρώμα σε άλλο ή από μια απόχρωση του ίδιου χρώματος σε άλλη

  Μεταφράσεις επεξεργασία