ντεγκιστασιόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ντεγκιστασιόν < γαλλική dégustation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαντεγκιστασιόν θηλυκό άκλιτο
- γευσιγνωστική ή γευστική δοκιμή που αφορά ποτά, σούπες και φαγητά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ντεγκιστασιόν
|