νοιαστείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίανοιαστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νοιάζομαι
- θα νοιαστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νοιάζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος νοιάζομαι