Ετυμολογία

επεξεργασία
νικάομαι < → δείτε τις λέξεις νίκη και -ομαι, μέση φωνή του νικάω - νικῶ

νικάομαι - νικῶμαι (συνηρημένο)

  1. χάνω μάχη, νικιέμαι
  2. υποτάσσομαι

Σημειώσεις

επεξεργασία