νεοαφιχθείς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεοαφιχθείς < νεο- + αφιχθείς, μετοχή αορίστου του ἀφικνοῦμαι (φτάνω σε έναν τόπο)
Επίθετο επεξεργασία
νεοαφιχθείς -είσα -έν
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεοαφιχθείς
|
νεοαφιχθείς -είσα -έν
|