Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

νεκροφίλησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος νεκροφιλώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος νεκροφιλώ