Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νείρομαι < ονειρεύομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

νείρομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (δημοτική) ονειρεύομαι, επιθυμώ, λαχταρώ, ονειροπολώ
    • νείρομαι μια μελαχροινή που βρίσκεται στα ξένα (δημοτικό δίστιχο)[1]
    • ※  Και μαγεμένος κι ο Πηνειός, και νείρεται πως τρέχει
      φέγγοντας μες στων Ηλυσίων τ’ αμάραντα λιβάδια.
      Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του βασιλιά (1910), Λόγος πέμπτος, στίχοι 105-106

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • νειρε- στο Συμφραστικό Πίνακα Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές @greek-language.gr

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .