Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ναύλωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ναυλώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ναυλώνω