Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ναυμαχώ < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nav.maˈxo/

  Ρήμα επεξεργασία

ναυμαχώ

  • διεξάγω πολεμική επιχείρηση εναντίον κάποιου με τα πλοία στη θάλασσα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία