ναυμαχώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ναυμαχώ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ναυμαχώ
- διεξάγω πολεμική επιχείρηση εναντίον κάποιου με τα πλοία στη θάλασσα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ναυμαχώ