μώλυ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μώλυ < αρχαία ελληνική μῶλυ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μώλυ ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μῶλυ)
- (φυτό, ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη μῶλυ
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μώλυ