μύαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μύαξ < αρχαία ελληνική μύαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμύαξ αρσενικό
- (ζωολογία, αρχαιοπρεπές) μύδι
- (αρχιτεκτονική, αρχαιοπρεπές) η (αχηβάδα)χηβάδα στην κόγχη χριστιανικού ναού
Δείτε επίσης : μῦα, μυῖα |
μύαξ αρσενικό