Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μύαξ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
μῦα
,
μυῖα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μύαξ
<
αρχαία ελληνική
μύαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μύαξ
αρσενικό
(
ζωολογία
,
αρχαιοπρεπές
)
μύδι
(
αρχιτεκτονική
,
αρχαιοπρεπές
) η (
αχηβάδα
)
χηβάδα
στην
κόγχη
χριστιανικού
ναού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μύαξ
→
δείτε
τις λέξεις
μύδι
και
αχηβάδα