μυρμηκιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυρμηκιώ < ελληνιστική κοινή μυρμηκιάω / μυρμηκιῶ < αρχαία ελληνική μυρμηκιά / μυρμηκία
Ρήμα επεξεργασία
μυρμηκιώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μυρμηκιώ
|
μυρμηκιώ
|