μπόγκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπόγκος ουδέτερο άκλιτο (υπονοείται πληθυντικός: τα μπόνγκος)
- (μουσικό όργανο) κρουστό μουσικό όργανο κουβανέζικης προέλευσης που αποτελείται από δύο μικρά τύμπανα και παίζεται με τα χέρια