μπρουμουτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπρουμουτίζω < μπρουμυτίζω < μπρούμυτα + -ίζω
Ρήμα
επεξεργασίαμπρουμουτίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπρουμουτίζω | μπρουμούτιζα | θα μπρουμουτίζω | να μπρουμουτίζω | μπρουμουτίζοντας | |
β' ενικ. | μπρουμουτίζεις | μπρουμούτιζες | θα μπρουμουτίζεις | να μπρουμουτίζεις | μπρουμούτιζε | |
γ' ενικ. | μπρουμουτίζει | μπρουμούτιζε | θα μπρουμουτίζει | να μπρουμουτίζει | ||
α' πληθ. | μπρουμουτίζουμε | μπρουμουτίζαμε | θα μπρουμουτίζουμε | να μπρουμουτίζουμε | ||
β' πληθ. | μπρουμουτίζετε | μπρουμουτίζατε | θα μπρουμουτίζετε | να μπρουμουτίζετε | μπρουμουτίζετε | |
γ' πληθ. | μπρουμουτίζουν(ε) | μπρουμούτιζαν μπρουμουτίζαν(ε) |
θα μπρουμουτίζουν(ε) | να μπρουμουτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπρουμούτισα | θα μπρουμουτίσω | να μπρουμουτίσω | μπρουμουτίσει | ||
β' ενικ. | μπρουμούτισες | θα μπρουμουτίσεις | να μπρουμουτίσεις | μπρουμούτισε | ||
γ' ενικ. | μπρουμούτισε | θα μπρουμουτίσει | να μπρουμουτίσει | |||
α' πληθ. | μπρουμουτίσαμε | θα μπρουμουτίσουμε | να μπρουμουτίσουμε | |||
β' πληθ. | μπρουμουτίσατε | θα μπρουμουτίσετε | να μπρουμουτίσετε | μπρουμουτίστε | ||
γ' πληθ. | μπρουμούτισαν μπρουμουτίσαν(ε) |
θα μπρουμουτίσουν(ε) | να μπρουμουτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπρουμουτίσει | είχα μπρουμουτίσει | θα έχω μπρουμουτίσει | να έχω μπρουμουτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπρουμουτίσει | είχες μπρουμουτίσει | θα έχεις μπρουμουτίσει | να έχεις μπρουμουτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπρουμουτίσει | είχε μπρουμουτίσει | θα έχει μπρουμουτίσει | να έχει μπρουμουτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπρουμουτίσει | είχαμε μπρουμουτίσει | θα έχουμε μπρουμουτίσει | να έχουμε μπρουμουτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπρουμουτίσει | είχατε μπρουμουτίσει | θα έχετε μπρουμουτίσει | να έχετε μπρουμουτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπρουμουτίσει | είχαν μπρουμουτίσει | θα έχουν μπρουμουτίσει | να έχουν μπρουμουτίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπρουμουτίζω
|