μπουχίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουχίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
μπουχίζω
- (ιδιωματικό) καταβρέχω· ραντίζω με νερό που έχω βάλει στο στόμα και το βγάζω με δύναμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 452.