μπουζάκο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία(Χρειάζεται εξέταση αν είναι αιτιατική πτώση αρσενικού ή αν είναι ουδέτερο)
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαμπουζάκο αρσενικό [1]
- (ιδιωματικό) η χοντρή γυναίκα που από το βάρος είναι δυσκίνητη
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Κανελλάκης, Χρήστος Θ.(2010). Το Μοίραλι από το 1461 έως σήμερα. Ετυμολογικό λεξικό των πρώην Δήμων Μεσάτιδος, Φαρρών, Τριταίας, Λασιώνος Ηλείας. Πάτρα:εκδόσεις Περί Τεχνών, 2010. ISBN:978‑960-6684-64-7. σελ.482.