μπολιβιάνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπολιβιάνο < (άμεσο δάνειο) ισπανική boliviano
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /bo.li.viˈa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπο‐λι‐βι‐ά‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπολιβιάνο ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μπολιβιάνο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)