μπολερό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπολερό < (λόγιο δάνειο) γαλλική boléro[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπολερό ουδέτερο άκλιτο
- κοντό γυναικείο ρούχο με μανίκια που καλύπτει τους ώμους, την πλάτη και μικρό μέρος του θώρακα μπροστά
- λαϊκός ισπανικός χορός
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπολερό
|
- ↑ μπολερό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας