Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπλοκάζ < γαλλική blocage, μπλοκάρισμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπλοκάζ ουδέτερο άκλιτο

  • εξάρτημα γρήγορης σύσφιξης του άξονα τροχού ενός ποδηλάτου, επιτρέποντας έτσι τη γρήγορη αλλαγή του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία