Ετυμολογία

επεξεργασία
μπλοκάζ < γαλλική blocage, μπλοκάρισμα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπλοκάζ ουδέτερο άκλιτο

  • εξάρτημα γρήγορης σύσφιξης του άξονα τροχού ενός ποδηλάτου, επιτρέποντας έτσι τη γρήγορη αλλαγή του

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία