Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /blɔ.kɑʒ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
blocage blocages

blocage (fr) αρσενικό