μορφωτικός ακόλουθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μορφωτικός και ακόλουθος
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
μορφωτικός ακόλουθος αρσενικό ή θηλυκό
- διπλωματικός υπάλληλος που ασχολείται με την προβολή του πολιτισμού της χώρας του στο κράτος που είναι επιτετραμμένος και μεριμνά για την πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ των δύο χωρών
Μεταφράσεις επεξεργασία
μορφωτικός ακόλουθος