Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  μορφωτικός και ακόλουθος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

μορφωτικός ακόλουθος αρσενικό ή θηλυκό

  • διπλωματικός υπάλληλος που ασχολείται με την προβολή του πολιτισμού της χώρας του στο κράτος που είναι επιτετραμμένος και μεριμνά για την πολιτιστική ανταλλαγή μεταξύ των δύο χωρών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία