Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονόξυλον < (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική μονόξυλος (μονόξυλα (εννοείται πλοία). Μορφολογικά αναλύεται σε μονό- + ξύλον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονόξυλον ουδέτερο

  Πηγές επεξεργασία