μονόξυλον
Ετυμολογία
επεξεργασία- μονόξυλον < (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική μονόξυλος (μονόξυλα (εννοείται πλοία). Μορφολογικά αναλύεται σε μονό- + ξύλον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονόξυλον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- μονόξυλον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μονόξυλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.