Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονοσέπαλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονοσέπαλος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
μονοσέπαλος, -η, -ο
(
βοτανική
) του οποίου τα
σέπαλα
είναι ενωμένα
μονοσέπαλος
κάλυκας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονοσέπαλος
γαλλικά
:
monosépale
(fr)
,
gamosépale
(fr)