Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοσέπαλος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

μονοσέπαλος, -η, -ο

  1. (βοτανική) του οποίου τα σέπαλα είναι ενωμένα
    μονοσέπαλος κάλυκας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία