Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονθυλεύω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

μονθυλεύω (& ὀνθυλεύω)

  1. μαγειρεύω
  2. βάζω γέμιση σε κρέας, παραγεμίζω
    Μονθυλεύω· οὕτω τινὲς τὸ μολύνοντα ταράττειν λέγουσιν, καὶ ἔστι δυσχερές. ἀπόρριπτε οὖν καὶ τοῦτο. (Φρύνιχος Αττικός, Εκλογαί, 333)

Συγγενικά επεξεργασία