μονθυλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονθυλεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμονθυλεύω (& ὀνθυλεύω)
- μαγειρεύω
- βάζω γέμιση σε κρέας, παραγεμίζω
- Μονθυλεύω· οὕτω τινὲς τὸ μολύνοντα ταράττειν λέγουσιν, καὶ ἔστι δυσχερές. ἀπόρριπτε οὖν καὶ τοῦτο. (Φρύνιχος Αττικός, Εκλογαί, 333)