Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

μοίχευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μοιχεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μοιχεύω