Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μοίρασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
μοίρασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
μοιράζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
μοιράζω