Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρῶς < μικρός

  Επίρρημα επεξεργασία

μικρῶς ή σμικρῶς

  1. λίγο
    διεταράχθησαν οὐ μικρῶς (Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστ, 13.18.5.4)

Συνώνυμα επεξεργασία