μικρῶς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
μικρῶς < μικρός
Επίρρημα επεξεργασία
μικρῶς ή σμικρῶς
- λίγο
- διεταράχθησαν οὐ μικρῶς (Διόδωρος ο Σικελιώτης, Ιστ, 13.18.5.4)
Συνώνυμα επεξεργασία
- μικρόν (ως επίρρημα)
μικρῶς < μικρός
μικρῶς ή σμικρῶς