Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μικροπάντρεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος μικροπαντρεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος μικροπαντρεύω